- βοστρύχοις
- βόστρυχοςcurlmasc dat plβόστρυχοςcurlneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσείδω — Α (μόνο το μέσ.) προσείδομαι είμαι όμοιος με κάποιον («μάλιστ ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» μοιάζει πάρα πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴδομαι «μοιάζω»] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek